Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταδιΐστημι
καταδικάζω
καταδικαστής
καταδικαστικός
καταδίκη
κατάδικος
καταδιφθερόω
καταδιφρεύω
καταδίχιον
καταδίψιον
καταδιωκτικός
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδολεσχέω
καταδοξάζω
κατάδοσις
καταδουλεύομαι
καταδουλίζω
καταδουλισμός
κατάδουλος
καταδουλόω
View word page
καταδιωκτικός
καταδῐωκτικός, , όν,
A). pursuing, τινος Horap. 2.90 .


ShortDef

pursuing

Debugging

Headword:
καταδιωκτικός
Headword (normalized):
καταδιωκτικός
Headword (normalized/stripped):
καταδιωκτικος
IDX:
53920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53921
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταδῐωκτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pursuing</span>, <span class="itype greek">τινος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2052.tlg001:2:90" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2052.tlg001:2.90/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Horap.</span> 2.90 </a>.</div> </div><br><br>'}