Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταδιήγησις
καταδιΐστημι
καταδικάζω
καταδικαστής
καταδικαστικός
καταδίκη
κατάδικος
καταδιφθερόω
καταδιφρεύω
καταδίχιον
καταδίψιον
καταδιωκτικός
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδολεσχέω
καταδοξάζω
κατάδοσις
καταδουλεύομαι
καταδουλίζω
καταδουλισμός
κατάδουλος
View word page
καταδίψιον
καταδίψιον· εἶδος καύματος, Hsch. (fort. κατὰ δ. ἶδος· <ὥρᾳ> κ.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταδίψιον
Headword (normalized):
καταδίψιον
Headword (normalized/stripped):
καταδιψιον
IDX:
53919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53920
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταδίψιον·</span> <span class="foreign greek">εἶδος καύματος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">κατὰ δ. ἶδος· &lt;ὥρᾳ&gt; κ</span>.).</div><br><br>'}