Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταδίδωμι
καταδιήγησις
καταδιΐστημι
καταδικάζω
καταδικαστής
καταδικαστικός
καταδίκη
κατάδικος
καταδιφθερόω
καταδιφρεύω
καταδίχιον
καταδίψιον
καταδιωκτικός
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδολεσχέω
καταδοξάζω
κατάδοσις
καταδουλεύομαι
καταδουλίζω
καταδουλισμός
View word page
καταδίχιον
καταδίχιον, τό,
A). = Καδδίχιον , Dim. of κάδδιχος, IG 14.427i15 , al. (Tauromenium).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταδίχιον
Headword (normalized):
καταδίχιον
Headword (normalized/stripped):
καταδιχιον
IDX:
53918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53919
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταδίχιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">Καδδίχιον</span> , Dim. of <span class="foreign greek">κάδδιχος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 14.427i15 </span>, al. (Tauromenium).</div> </div><br><br>'}