Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταδίδημι
καταδίδωμι
καταδιήγησις
καταδιΐστημι
καταδικάζω
καταδικαστής
καταδικαστικός
καταδίκη
κατάδικος
καταδιφθερόω
καταδιφρεύω
καταδίχιον
καταδίψιον
καταδιωκτικός
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδολεσχέω
καταδοξάζω
κατάδοσις
καταδουλεύομαι
καταδουλίζω
View word page
καταδιφρεύω
καταδιφρεύω,
A). throw down from a chariot, Eust. 183.38 .


ShortDef

throw down from a chariot

Debugging

Headword:
καταδιφρεύω
Headword (normalized):
καταδιφρεύω
Headword (normalized/stripped):
καταδιφρευω
IDX:
53917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53918
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταδιφρεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">throw down from a chariot</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:183:38" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:183.38/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 183.38 </a>.</div> </div><br><br>'}