Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδιασπλεκόω
καταδιαφθείρω
Χέω1
καταδίδημι
καταδίδωμι
καταδιήγησις
καταδιΐστημι
καταδικάζω
καταδικαστής
καταδικαστικός
καταδίκη
κατάδικος
καταδιφθερόω
καταδιφρεύω
καταδίχιον
καταδίψιον
καταδιωκτικός
καταδιώκω
καταδοκέω
View word page
καταδικαστής
καταδῐκ-αστής, οῦ, ,
A). one who condemns, τοῦ πατρός Iamb. VP 25.113 .


ShortDef

one who condemns

Debugging

Headword:
καταδικαστής
Headword (normalized):
καταδικαστής
Headword (normalized/stripped):
καταδικαστης
IDX:
53912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53913
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταδῐκ-αστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who condemns</span>, <span class="quote greek">τοῦ πατρός</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg001:25:113" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg001:25.113/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Iamb.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">VP</span> 25.113 </a> .</div> </div><br><br>'}