Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταδιαίρεσις
καταδιαιρέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδιασπλεκόω
καταδιαφθείρω
Χέω1
καταδίδημι
καταδίδωμι
καταδιήγησις
καταδιΐστημι
καταδικάζω
καταδικαστής
καταδικαστικός
καταδίκη
κατάδικος
καταδιφθερόω
καταδιφρεύω
καταδίχιον
καταδίψιον
καταδιωκτικός
View word page
καταδιΐστημι
καταδιΐστημι
, strengthd. for
διΐστημι
,
Hsch.
,
Phot.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταδιΐστημι
Headword (normalized):
καταδιΐστημι
Headword (normalized/stripped):
καταδιιστημι
IDX:
53910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53911
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταδιΐστημι</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">διΐστημι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div><br><br>'}