καταδιαιρέω
καταδιαιρ-έω,
A). divide, τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν Ps. 135(136).13 ; τὸν κύκλον εἰς δώδεκα μοίρας M. 5.23 :— Pass., κ. ἐς τὰ μέρη Tact. 10.22 .
2). distribute, τὸ πλῆθος εἰς λόχους , cf. 4.19 CPR 22.25 (ii A.D.):— Med., distribute among themselves, Jo. 3(4).2 , , 2.45.1 . 3.29
3). analyse, τὰς συνδρομάς . 1.158