Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταδέω2
καταδηϊόω
καταδηλέομαι
κατάδηλος
κατάδημα
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδημοκοπέω
καταδηνύω
καταδήω
καταδιαίρεσις
καταδιαιρέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδιασπλεκόω
καταδιαφθείρω
Χέω1
καταδίδημι
καταδίδωμι
καταδιήγησις
καταδιΐστημι
View word page
καταδιαίρεσις
καταδιαίρ-εσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
division
,
τοῦ κανόνος
Phld.
Mus.
p.100
K.;
τοῦ κλήρου
PTeb.
376.27
(ii A.D.).
ShortDef
division
Debugging
Headword:
καταδιαίρεσις
Headword (normalized):
καταδιαίρεσις
Headword (normalized/stripped):
καταδιαιρεσις
IDX:
53900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53901
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταδιαίρ-εσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">division</span>, <span class="quote greek">τοῦ κανόνος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mus.</span> p.100 </span> K.; <span class="quote greek">τοῦ κλήρου</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 376.27 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}