Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταδεκτέον
καταδεκτικός
κατάδενδρος
καταδέομαι
καταδέρκομαι
καταδερματόω
καταδέρω
κατάδεσις
κατάδεσμα
καταδεσμεύω
καταδεσμέω
κατάδεσμος
καταδέτης
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω1
καταδέω2
καταδηϊόω
καταδηλέομαι
κατάδηλος
κατάδημα
View word page
καταδεσμέω
καταδεσμ-έω
, = foreg.,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταδεσμέω
Headword (normalized):
καταδεσμέω
Headword (normalized/stripped):
καταδεσμεω
IDX:
53884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53885
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταδεσμ-έω</span>, = foreg., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}