Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδειμαίνω
καταδειπνέω
κατάδειπνον
καταδεκτέον
καταδεκτικός
κατάδενδρος
καταδέομαι
καταδέρκομαι
καταδερματόω
καταδέρω
κατάδεσις
κατάδεσμα
καταδεσμεύω
καταδεσμέω
κατάδεσμος
καταδέτης
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω1
View word page
καταδερματόω
καταδερμᾰτόω, in Pass.,
A). to be covered with hide, Hsch. s.v. κατερρινωμένον .


ShortDef

to be covered with hide

Debugging

Headword:
καταδερματόω
Headword (normalized):
καταδερματόω
Headword (normalized/stripped):
καταδερματοω
IDX:
53879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53880
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταδερμᾰτόω</span>, in Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be covered with hide</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">κατερρινωμένον</span> .</div> </div><br><br>'}