Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταδατέομαι
καταδεδίττομαι
καταδεής
καταδεής
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδειμαίνω
καταδειπνέω
κατάδειπνον
καταδεκτέον
καταδεκτικός
κατάδενδρος
καταδέομαι
καταδέρκομαι
καταδερματόω
καταδέρω
κατάδεσις
κατάδεσμα
καταδεσμεύω
View word page
κατάδειπνον
κατάδειπν-ον, τό,
A). = δεῖπνον, οἰωνῶν Man. 4.200 (pl.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάδειπνον
Headword (normalized):
κατάδειπνον
Headword (normalized/stripped):
καταδειπνον
IDX:
53873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53874
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάδειπν-ον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δεῖπνον, οἰωνῶν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4:200" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4.200/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Man.</span> 4.200 </a> (pl.).</div> </div><br><br>'}