Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
καταδαρδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεδίττομαι
καταδεής
καταδεής
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδειμαίνω
καταδειπνέω
κατάδειπνον
καταδεκτέον
καταδεκτικός
κατάδενδρος
καταδέομαι
View word page
καταδεῖ
καταδεῖ, impers.,
A). there is wanting, v. καταδέω (B).


ShortDef

there is wanting

Debugging

Headword:
καταδεῖ
Headword (normalized):
καταδεῖ
Headword (normalized/stripped):
καταδει
IDX:
53867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53868
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταδεῖ</span>, impers., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">there is wanting</span>, v. <span class="ref greek">καταδέω</span> (B).</div> </div><br><br>'}