Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταδαμάζω
καταδάμναμαι
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
καταδαρδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεδίττομαι
καταδεής
καταδεής
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδειμαίνω
καταδειπνέω
κατάδειπνον
καταδεκτέον
View word page
καταδεδίττομαι
καταδεδίττομαι,
A). = καταφοβέομαι , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταδεδίττομαι
Headword (normalized):
καταδεδίττομαι
Headword (normalized/stripped):
καταδεδιττομαι
IDX:
53864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53865
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταδεδίττομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καταφοβέομαι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}