καταδατέομαι
καταδᾰτέομαι, fut. -δάσομαι (v. infr.):— Med.,
A). divide among themselves, tear and devour, κύνες κατὰ πάντα δάσονται :— Pass., 22.354 ὑπ’ ἰχθύων καταδασθῆναι (nisi leg. κατεδεσθῆναι) Demon. 35 ; καταδέδασται· καταβέβρωται, καταμεμέρισται,
II). τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα divided, allotted it, Tab.Heracl. 2.28 .