Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδάμναμαι
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
καταδαρδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεδίττομαι
καταδεής
καταδεής
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδειμαίνω
View word page
καταδαρδάπτω
καταδαρδάπτω, = foreg., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταδαρδάπτω
Headword (normalized):
καταδαρδάπτω
Headword (normalized/stripped):
καταδαρδαπτω
IDX:
53861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53862
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταδαρδάπτω</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}