Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταδαίω
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδάμναμαι
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
καταδαρδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεδίττομαι
καταδεής
καταδεής
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
View word page
καταδαπανητικός
καταδᾰπᾰν-ητικός, , όν,
A). tending to consume, EM 110.2 .


ShortDef

tending to consume

Debugging

Headword:
καταδαπανητικός
Headword (normalized):
καταδαπανητικός
Headword (normalized/stripped):
καταδαπανητικος
IDX:
53859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53860
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταδᾰπᾰν-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tending to consume,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 110.2 </span>.</div> </div><br><br>'}