Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
κατάδαιτον
καταδαίω
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδάμναμαι
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
καταδαρδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεδίττομαι
καταδεής
καταδεής
View word page
καταδάνειος
καταδάνειος [δᾰ], ον,
A). burdened with mortgages, D.S. 17.109 .


ShortDef

burdened with mortgages

Debugging

Headword:
καταδάνειος
Headword (normalized):
καταδάνειος
Headword (normalized/stripped):
καταδανειος
IDX:
53856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53857
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταδάνειος</span> <span class="pron greek">[δᾰ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">burdened with mortgages</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:17:109" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:17.109/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 17.109 </a>.</div> </div><br><br>'}