Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταγώγιος
καταγωγίς
καταγωγός
καταγωνίζομαι
καταγώνισις
καταγωνισμός
καταγωνιστής
καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
κατάδαιτον
καταδαίω
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδάμναμαι
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
View word page
καταδαίω
καταδαίω
,
A).
burn up
, in aor. 2 Pass.
κατεδάη
,
Hsch.
ShortDef
burn up
Debugging
Headword:
καταδαίω
Headword (normalized):
καταδαίω
Headword (normalized/stripped):
καταδαιω
IDX:
53849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53850
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταδαίω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">burn up</span>, in aor. 2 Pass. <span class="foreign greek">κατεδάη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}