Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταγώγιον
καταγώγιος
καταγωγίς
καταγωγός
καταγωνίζομαι
καταγώνισις
καταγωνισμός
καταγωνιστής
καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
κατάδαιτον
καταδαίω
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδάμναμαι
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
View word page
κατάδαιτον
κατάδαιτον, corrupt word in Orac. ap. Phleg. Fr. 36.10J.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάδαιτον
Headword (normalized):
κατάδαιτον
Headword (normalized/stripped):
καταδαιτον
IDX:
53848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53849
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάδαιτον</span>, corrupt word in Orac. ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phleg.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 36.10J. </span> </div><br><br>'}