Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταγωγή
καταγώγιμον
καταγώγιον
καταγώγιος
καταγωγίς
καταγωγός
καταγωνίζομαι
καταγώνισις
καταγωνισμός
καταγωνιστής
καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
κατάδαιτον
καταδαίω
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδάμναμαι
καταδάνειος
View word page
καταγωνιστικός
κατᾰγων-ιστικός, , όν,
A). arguing for victory, polemical, Procl. in Prm. p.706 S.


ShortDef

arguing for victory, polemical

Debugging

Headword:
καταγωνιστικός
Headword (normalized):
καταγωνιστικός
Headword (normalized/stripped):
καταγωνιστικος
IDX:
53846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53847
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατᾰγων-ιστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">arguing for victory, polemical</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4036.tlg008:p.706" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4036.tlg008:p.706/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Procl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Prm.</span> p.706 </a> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> </span> </div> </div><br><br>'}