καταγωγός
κατᾰγωγ-ός, όν,
A). seductive, Σειρήνων μέλος AP 15.12 ( ).
2). lowering, ψυχῆς, opp. ἀναγωγός, Myst. 3.25 ; τὸ κ. ἔθνος τῶν δαιμόνων in Alc. p.45 C.; debasing, παθήματα VP 32.228 , cf. in CA 24p.472M.