Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταγύναιος
κατάγυνος
καταγυψόω
κατάγχουσα
κατάγχω
κατάγω
καταγωγεύς
καταγωγή
καταγώγιμον
καταγώγιον
καταγώγιος
καταγωγίς
καταγωγός
καταγωνίζομαι
καταγώνισις
καταγωνισμός
καταγωνιστής
καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
κατάδαιτον
καταδαίω
View word page
καταγώγιος
κατᾰγώγ-ιος
,
ὁ
,
A).
returned
, epith. of Dionysus, ib.
1003.5
(Priene, ii B. C.).
ShortDef
returned
Debugging
Headword:
καταγώγιος
Headword (normalized):
καταγώγιος
Headword (normalized/stripped):
καταγωγιος
IDX:
53839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53840
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατᾰγώγ-ιος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">returned</span>, epith. of Dionysus, ib.<span class="bibl"> 1003.5 </span> (Priene, ii B. C.).</div> </div><br><br>'}