Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταγυμνασία
καταγυμνόω
καταγύναιος
κατάγυνος
καταγυψόω
κατάγχουσα
κατάγχω
κατάγω
καταγωγεύς
καταγωγή
καταγώγιμον
καταγώγιον
καταγώγιος
καταγωγίς
καταγωγός
καταγωνίζομαι
καταγώνισις
καταγωνισμός
καταγωνιστής
καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
View word page
καταγώγιμον
κατᾰγώγ-ιμον, τό,
A). = καταγώγιον 11 , PTeb. 35.5 (ii B. C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταγώγιμον
Headword (normalized):
καταγώγιμον
Headword (normalized/stripped):
καταγωγιμον
IDX:
53837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53838
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατᾰγώγ-ιμον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καταγώγιον</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg9023.tlg001:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg9023.tlg001:11/canonical-url/"> 11 </a>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 35.5 </span> (ii B. C.).</div> </div><br><br>'}