Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταγράφω
κατάγρημι
καταγρυπόω
καταγυιόω
καταγυμνάζω
καταγυμνασία
καταγυμνόω
καταγύναιος
κατάγυνος
καταγυψόω
κατάγχουσα
κατάγχω
κατάγω
καταγωγεύς
καταγωγή
καταγώγιμον
καταγώγιον
καταγώγιος
καταγωγίς
καταγωγός
καταγωνίζομαι
View word page
κατάγχουσα
κατ-άγχουσα
,
ἡ
,
A).
=
ἄγχουσα
, Ps.-
Dsc.
4.23
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατάγχουσα
Headword (normalized):
κατάγχουσα
Headword (normalized/stripped):
καταγχουσα
IDX:
53832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53833
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-άγχουσα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἄγχουσα</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.23 </span>.</div> </div><br><br>'}