Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταγραφεύς
καταγραφή
κατάγραφος
καταγράφω
κατάγρημι
καταγρυπόω
καταγυιόω
καταγυμνάζω
καταγυμνασία
καταγυμνόω
καταγύναιος
κατάγυνος
καταγυψόω
κατάγχουσα
κατάγχω
κατάγω
καταγωγεύς
καταγωγή
καταγώγιμον
καταγώγιον
καταγώγιος
View word page
καταγύναιος
καταγύναιος [ῠ], ον, = sq., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταγύναιος
Headword (normalized):
καταγύναιος
Headword (normalized/stripped):
καταγυναιος
IDX:
53829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53830
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταγύναιος</span> <span class="pron greek">[ῠ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}