Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταγόρευσις
καταγορευτικός
καταγορεύω
καταγραπτέον
κατάγραπτος
καταγραφεύς
καταγραφή
κατάγραφος
καταγράφω
κατάγρημι
καταγρυπόω
καταγυιόω
καταγυμνάζω
καταγυμνασία
καταγυμνόω
καταγύναιος
κατάγυνος
καταγυψόω
κατάγχουσα
κατάγχω
κατάγω
View word page
καταγρυπόω
καταγρῡπόω,
A). curl the nose: αὐστηρὸν καὶ κατεγρυπωμένον scornful, Plu. 2.753c codd.(κατεγνυπωμένον Schneid.).


ShortDef

curl the nose

Debugging

Headword:
καταγρυπόω
Headword (normalized):
καταγρυπόω
Headword (normalized/stripped):
καταγρυποω
IDX:
53824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53825
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταγρῡπόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">curl the nose</span>: <span class="foreign greek">αὐστηρὸν καὶ κατεγρυπωμένον</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">scornful</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.753c </span> codd.(<span class="foreign greek">κατεγνυπωμένον</span> Schneid.).</div> </div><br><br>'}