Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάταγμα1
κάταγμα2
καταγνάμπτω
καταγνάφω
καταγνοέω
κατάγνυμι
καταγνυπόομαι
κατάγνωσις
κατάγνωσμα
καταγνωστέον
καταγνωστικός
καταγογγύζω
καταγοητεύω
κατάγομος
καταγομφόω
καταγοράζω
καταγόραξις
καταγορασμός
καταγόρευσις
καταγορευτικός
καταγορεύω
View word page
καταγνωστικός
κατα-γνωστικός, , όν,
A). damnatory, Gal. 8.656 .


ShortDef

damnatory

Debugging

Headword:
καταγνωστικός
Headword (normalized):
καταγνωστικός
Headword (normalized/stripped):
καταγνωστικος
IDX:
53806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53807
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-γνωστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">damnatory</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 8.656 </span>.</div> </div><br><br>'}