Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταγλωττισμός
κατάγλωττος
κάταγμα1
κάταγμα2
καταγνάμπτω
καταγνάφω
καταγνοέω
κατάγνυμι
καταγνυπόομαι
κατάγνωσις
κατάγνωσμα
καταγνωστέον
καταγνωστικός
καταγογγύζω
καταγοητεύω
κατάγομος
καταγομφόω
καταγοράζω
καταγόραξις
καταγορασμός
καταγόρευσις
View word page
κατάγνωσμα
κατά-γνωσμα, ατος, τό, = foreg. 11 , PTeb. 5.4 (ii B.C.), 124.24 (ii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάγνωσμα
Headword (normalized):
κατάγνωσμα
Headword (normalized/stripped):
καταγνωσμα
IDX:
53804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53805
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατά-γνωσμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = foreg. <span class="bibl"> 11 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 5.4 </span> (ii B.C.), <span class="bibl"> 124.24 </span> (ii B.C.).</div><br><br>'}