Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάγλυφος
καταγλύφω
καταγλωττίζω
καταγλώττισμα
καταγλωττισμός
κατάγλωττος
κάταγμα1
κάταγμα2
καταγνάμπτω
καταγνάφω
καταγνοέω
κατάγνυμι
καταγνυπόομαι
κατάγνωσις
κατάγνωσμα
καταγνωστέον
καταγνωστικός
καταγογγύζω
καταγοητεύω
κατάγομος
καταγομφόω
View word page
καταγνοέω
κατ-αγνοέω, strengthd. for ἀγνοέω, Phld. Lib. p.16O.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταγνοέω
Headword (normalized):
καταγνοέω
Headword (normalized/stripped):
καταγνοεω
IDX:
53800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53801
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-αγνοέω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ἀγνοέω</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1595.tlg271:p.16O" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1595.tlg271:p.16O/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lib.</span> p.16O. </a> </div><br><br>'}