Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταγλυπτόν
καταγλυφή
κατάγλυφος
καταγλύφω
καταγλωττίζω
καταγλώττισμα
καταγλωττισμός
κατάγλωττος
κάταγμα1
κάταγμα2
καταγνάμπτω
καταγνάφω
καταγνοέω
κατάγνυμι
καταγνυπόομαι
κατάγνωσις
κατάγνωσμα
καταγνωστέον
καταγνωστικός
καταγογγύζω
καταγοητεύω
View word page
καταγνάμπτω
καταγνάμπτω,
A). bend down, AP 4.3b . 5 ( Agath.).


ShortDef

to bend down

Debugging

Headword:
καταγνάμπτω
Headword (normalized):
καταγνάμπτω
Headword (normalized/stripped):
καταγναμπτω
IDX:
53798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53799
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταγνάμπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bend down,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 4.3b </span>.<span class="bibl"> 5 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span></span>).</div> </div><br><br>'}