Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
καταγλυκαίνω
κατάγλυμμα
καταγλυπτόν
καταγλυφή
κατάγλυφος
καταγλύφω
καταγλωττίζω
καταγλώττισμα
καταγλωττισμός
κατάγλωττος
κάταγμα1
κάταγμα2
καταγνάμπτω
καταγνάφω
καταγνοέω
κατάγνυμι
καταγνυπόομαι
κατάγνωσις
κατάγνωσμα
View word page
καταγλωττισμός
καταγλωττ-ισμός
,
ὁ
, = foreg.,
Com.Adesp.
1027
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταγλωττισμός
Headword (normalized):
καταγλωττισμός
Headword (normalized/stripped):
καταγλωττισμος
IDX:
53794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53795
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταγλωττ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Com.Adesp.</span> 1027 </span>.</div><br><br>'}