Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταγιγνώσκω
καταγίζω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
καταγλυκαίνω
κατάγλυμμα
καταγλυπτόν
καταγλυφή
κατάγλυφος
καταγλύφω
καταγλωττίζω
καταγλώττισμα
καταγλωττισμός
κατάγλωττος
κάταγμα1
κάταγμα2
καταγνάμπτω
καταγνάφω
καταγνοέω
View word page
κατάγλυφος
κατά-γλῠφος, ον,
A). carved, σοροί Judeich Altertümer von Hierapolis 323 .


ShortDef

carved

Debugging

Headword:
κατάγλυφος
Headword (normalized):
κατάγλυφος
Headword (normalized/stripped):
καταγλυφος
IDX:
53790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53791
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατά-γλῠφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">carved</span>, <span class="foreign greek">σοροί</span> Judeich <span class="tr" style="font-weight: bold;">Altertümer von Hierapolis</span> <span class="bibl"> 323 </span>.</div> </div><br><br>'}