Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταγιγαρτίζω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγίζω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
καταγλυκαίνω
κατάγλυμμα
καταγλυπτόν
καταγλυφή
κατάγλυφος
καταγλύφω
καταγλωττίζω
καταγλώττισμα
καταγλωττισμός
κατάγλωττος
κάταγμα1
κάταγμα2
καταγνάμπτω
View word page
καταγλυπτόν
κατα-γλυπτόν· εἶδος φιλήματος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταγλυπτόν
Headword (normalized):
καταγλυπτόν
Headword (normalized/stripped):
καταγλυπτον
IDX:
53788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53789
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-γλυπτόν·</span> <span class="foreign greek">εἶδος φιλήματος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}