Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταγεώτης
καταγηράσκω
καταγηρασμός
καταγιγαρτίζω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγίζω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
καταγλυκαίνω
κατάγλυμμα
καταγλυπτόν
καταγλυφή
κατάγλυφος
καταγλύφω
καταγλωττίζω
καταγλώττισμα
καταγλωττισμός
κατάγλωττος
View word page
κατάγλισχρος
κατάγλισχρος, ον,
A). viscous, Alex.Trall. 8.2 .


ShortDef

viscous

Debugging

Headword:
κατάγλισχρος
Headword (normalized):
κατάγλισχρος
Headword (normalized/stripped):
καταγλισχρος
IDX:
53785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53786
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάγλισχρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">viscous</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0744.tlg001:8:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0744.tlg001:8.2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.Trall.</span> 8.2 </a>.</div> </div><br><br>'}