Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάγελως
καταγεμίζω
καταγέμω
καταγενής
καταγεύομαι
καταγεύστριον
καταγεωμετρέω
καταγεωργέω
καταγεώτης
καταγηράσκω
καταγηρασμός
καταγιγαρτίζω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγίζω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
καταγλυκαίνω
κατάγλυμμα
View word page
καταγηρασμός
καταγηρ-ασμός, ,
A). old age, Hippiatr. 13 .


ShortDef

old age

Debugging

Headword:
καταγηρασμός
Headword (normalized):
καταγηρασμός
Headword (normalized/stripped):
καταγηρασμος
IDX:
53777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53778
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταγηρ-ασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">old age,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0738.tlg001:13" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0738.tlg001:13/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hippiatr.</span> 13 </a>.</div> </div><br><br>'}