Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταγελάω
κατάγελος
κατάγελως
καταγεμίζω
καταγέμω
καταγενής
καταγεύομαι
καταγεύστριον
καταγεωμετρέω
καταγεωργέω
καταγεώτης
καταγηράσκω
καταγηρασμός
καταγιγαρτίζω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγίζω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
View word page
καταγεώτης
καταγεώτης, ου, ,
A). grave-digger, Hsch.


ShortDef

grave-digger

Debugging

Headword:
καταγεώτης
Headword (normalized):
καταγεώτης
Headword (normalized/stripped):
καταγεωτης
IDX:
53775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53776
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταγεώτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">grave-digger</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}