Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταγελαστής
καταγελαστικός
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελος
κατάγελως
καταγεμίζω
καταγέμω
καταγενής
καταγεύομαι
καταγεύστριον
καταγεωμετρέω
καταγεωργέω
καταγεώτης
καταγηράσκω
καταγηρασμός
καταγιγαρτίζω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγίζω
καταγινέω
View word page
καταγεύστριον
καταγεύστριον, τό, dub. sens. in PLond. 3.1164h17 (iii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταγεύστριον
Headword (normalized):
καταγεύστριον
Headword (normalized/stripped):
καταγευστριον
IDX:
53772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53773
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταγεύστριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 3.1164h17 </span> (iii A.D.).</div><br><br>'}