Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάγγελος
κατάγγελσις
καταγγέλτης
καταγγελτικός
κατάγγελτος
καταγγίζω
καταγγισμός
κατάγειος
Καταγέλα
καταγελάσιμος
καταγελαστής
καταγελαστικός
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελος
κατάγελως
καταγεμίζω
καταγέμω
καταγενής
καταγεύομαι
καταγεύστριον
View word page
καταγελαστής
καταγελας-τής, οῦ, ,
A). mocker, Gloss.


ShortDef

mocker

Debugging

Headword:
καταγελαστής
Headword (normalized):
καταγελαστής
Headword (normalized/stripped):
καταγελαστης
IDX:
53762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53763
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταγελας-τής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mocker,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}