Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταγγέλλω
κατάγγελος
κατάγγελσις
καταγγέλτης
καταγγελτικός
κατάγγελτος
καταγγίζω
καταγγισμός
κατάγειος
Καταγέλα
καταγελάσιμος
καταγελαστής
καταγελαστικός
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελος
κατάγελως
καταγεμίζω
καταγέμω
καταγενής
καταγεύομαι
View word page
καταγελάσιμος
καταγελάς-ιμος, ον,
A). ridiculous, with play on the name Γελάσιμος, Plaut. Stich. 631 .


ShortDef

ridiculous

Debugging

Headword:
καταγελάσιμος
Headword (normalized):
καταγελάσιμος
Headword (normalized/stripped):
καταγελασιμος
IDX:
53761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53762
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταγελάς-ιμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ridiculous</span>, with play on the name <span class="foreign greek">Γελάσιμος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plaut.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Stich.</span> 631 </span>.</div> </div><br><br>'}