Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταβρύω
κατάβρωμα
καταβρώξειε
κατάβρωσις
καταβρώσομαι
καταβυθίζω
καταβυθισμός
καταβυρσόω
καταβυσσόω
καταγαΐδιοι
κατάγαιος
καταγαπάω
κατάγαστρον
κατάγαστρος
καταγγειόομαι
καταγγελεύς
καταγγελία
καταγγέλλω
κατάγγελος
κατάγγελσις
καταγγέλτης
View word page
κατάγαιος
κατάγαιος, ον, Ion. for κατάγειος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάγαιος
Headword (normalized):
κατάγαιος
Headword (normalized/stripped):
καταγαιος
IDX:
53744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53745
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάγαιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Ion. for <span class="foreign greek">κατάγειος</span>.</div><br><br>'}