Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταβρόξειε
καταβροχή
καταβροχθίζω
καταβροχίζω
κατάβροχος
καταβρύκω
καταβρύω
κατάβρωμα
καταβρώξειε
κατάβρωσις
καταβρώσομαι
καταβυθίζω
καταβυθισμός
καταβυρσόω
καταβυσσόω
καταγαΐδιοι
κατάγαιος
καταγαπάω
κατάγαστρον
κατάγαστρος
καταγγειόομαι
View word page
καταβρώσομαι
καταβρώσομαι, fut. of καταβιβρώσκω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταβρώσομαι
Headword (normalized):
καταβρώσομαι
Headword (normalized/stripped):
καταβρωσομαι
IDX:
53738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53739
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταβρώσομαι</span>, fut. of <span class="foreign greek">καταβιβρώσκω</span>.</div><br><br>'}