Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταβριμάομαι
καταβροντάω
καταβρόξειε
καταβροχή
καταβροχθίζω
καταβροχίζω
κατάβροχος
καταβρύκω
καταβρύω
κατάβρωμα
καταβρώξειε
κατάβρωσις
καταβρώσομαι
καταβυθίζω
καταβυθισμός
καταβυρσόω
καταβυσσόω
καταγαΐδιοι
κατάγαιος
καταγαπάω
κατάγαστρον
View word page
καταβρώξειε
καταβρώξειε,
A). v. Βρόχω 2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταβρώξειε
Headword (normalized):
καταβρώξειε
Headword (normalized/stripped):
καταβρωξειε
IDX:
53736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53737
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταβρώξειε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Βρόχω</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:2/canonical-url/"> 2 </a>.</div> </div><br><br>'}