Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατάβρεξις
καταβρέχω
καταβρίζω
καταβρίθω
καταβριμάομαι
καταβροντάω
καταβρόξειε
καταβροχή
καταβροχθίζω
καταβροχίζω
κατάβροχος
καταβρύκω
καταβρύω
κατάβρωμα
καταβρώξειε
κατάβρωσις
καταβρώσομαι
καταβυθίζω
καταβυθισμός
καταβυρσόω
καταβυσσόω
View word page
κατάβροχος
κατάβροχος
,
ον
,
A).
inundated,
PMagd.
3.5
(iii B.C.), etc.
ShortDef
inundated
Debugging
Headword:
κατάβροχος
Headword (normalized):
κατάβροχος
Headword (normalized/stripped):
καταβροχος
IDX:
53732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53733
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάβροχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">inundated,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMagd.</span> 3.5 </span> (iii B.C.), etc.</div> </div><br><br>'}