Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταβραβεύω
καταβραδύνω
καταβράζει
καταβρεκτέον
κατάβρεξις
καταβρέχω
καταβρίζω
καταβρίθω
καταβριμάομαι
καταβροντάω
καταβρόξειε
καταβροχή
καταβροχθίζω
καταβροχίζω
κατάβροχος
καταβρύκω
καταβρύω
κατάβρωμα
καταβρώξειε
κατάβρωσις
καταβρώσομαι
View word page
καταβρόξειε
καταβρόξειε,
A). v. Βρόχω 2 . καταβροτόω, soil with gore, Hsch.


ShortDef

soil with gore

Debugging

Headword:
καταβρόξειε
Headword (normalized):
καταβρόξειε
Headword (normalized/stripped):
καταβροξειε
IDX:
53728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53729
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταβρόξειε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Βρόχω</span> <span class="bibl"> 2 </span>. <span class="orth greek">καταβροτόω</span>, <span class="tr" style="font-weight: bold;">soil with gore</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}