Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταβόστρυχος
καταβουκολέω
καταβραβεύω
καταβραδύνω
καταβράζει
καταβρεκτέον
κατάβρεξις
καταβρέχω
καταβρίζω
καταβρίθω
καταβριμάομαι
καταβροντάω
καταβρόξειε
καταβροχή
καταβροχθίζω
καταβροχίζω
κατάβροχος
καταβρύκω
καταβρύω
κατάβρωμα
καταβρώξειε
View word page
καταβριμάομαι
καταβρῑμάομαι, strengthd. for βριμάομαι, Corinna 18 (s. v. l.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταβριμάομαι
Headword (normalized):
καταβριμάομαι
Headword (normalized/stripped):
καταβριμαομαι
IDX:
53726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53727
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταβρῑμάομαι</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">βριμάομαι</span>, Corinna <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:18" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:18/canonical-url/"> 18 </a>(s. v. l.).</div><br><br>'}