Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταβομβέω
καταβορβόρωσις
καταβόρειος
κατάβορρος
καταβόσκησις
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβουκολέω
καταβραβεύω
καταβραδύνω
καταβράζει
καταβρεκτέον
κατάβρεξις
καταβρέχω
καταβρίζω
καταβρίθω
καταβριμάομαι
καταβροντάω
καταβρόξειε
καταβροχή
καταβροχθίζω
View word page
καταβράζει
καταβράζει· καταβοᾷ, Hsch. (sed leg. -κράζει).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταβράζει
Headword (normalized):
καταβράζει
Headword (normalized/stripped):
καταβραζει
IDX:
53720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53721
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταβράζει·</span> <span class="foreign greek">καταβοᾷ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (sed leg. <span class="foreign greek">-κράζει</span>).</div><br><br>'}