Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταβοή
καταβόησις
καταβολάδας
καταβολαῖον
καταβολεύς
καταβολή
καταβόλια
κατάβολος
καταβομβέω
καταβορβόρωσις
καταβόρειος
κατάβορρος
καταβόσκησις
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβουκολέω
καταβραβεύω
καταβραδύνω
καταβράζει
καταβρεκτέον
κατάβρεξις
View word page
καταβόρειος
καταβόρειος, ον,(Βορέας) = sq., Thphr. HP 2.8.1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταβόρειος
Headword (normalized):
καταβόρειος
Headword (normalized/stripped):
καταβορειος
IDX:
53712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53713
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταβόρειος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">Βορέας</span>) = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:2:8:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:2:8:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">HP</span> 2.8.1 </a>.</div><br><br>'}