Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολάδας
καταβολαῖον
καταβολεύς
καταβολή
καταβόλια
κατάβολος
καταβομβέω
καταβορβόρωσις
καταβόρειος
κατάβορρος
καταβόσκησις
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβουκολέω
καταβραβεύω
καταβραδύνω
καταβράζει
καταβρεκτέον
View word page
καταβορβόρωσις
καταβορβόρωσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
wallowing in mud
,
Plu.
2.166a
(pl.).
ShortDef
wallowing in mud
Debugging
Headword:
καταβορβόρωσις
Headword (normalized):
καταβορβόρωσις
Headword (normalized/stripped):
καταβορβορωσις
IDX:
53711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53712
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταβορβόρωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wallowing in mud</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.166a </span>(pl.).</div> </div><br><br>'}