Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολάδας
καταβολαῖον
καταβολεύς
καταβολή
καταβόλια
κατάβολος
καταβομβέω
καταβορβόρωσις
καταβόρειος
κατάβορρος
καταβόσκησις
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβουκολέω
καταβραβεύω
View word page
καταβόλια
καταβόλ-ια
,
A).
confectores
(sic),
Gloss.
ShortDef
confectores
Debugging
Headword:
καταβόλια
Headword (normalized):
καταβόλια
Headword (normalized/stripped):
καταβολια
IDX:
53708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53709
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταβόλ-ια</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">confectores</span> (sic), <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}