Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταβλεφαρίζω
κατάβλημα
καταβλής
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολάδας
καταβολαῖον
καταβολεύς
καταβολή
καταβόλια
κατάβολος
καταβομβέω
καταβορβόρωσις
καταβόρειος
κατάβορρος
καταβόσκησις
View word page
καταβολάδας
καταβολ-άδας· κλάδους, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταβολάδας
Headword (normalized):
καταβολάδας
Headword (normalized/stripped):
καταβολαδας
IDX:
53704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53705
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταβολ-άδας·</span> <span class="foreign greek">κλάδους</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}